- ασωματία
- ἀσωματία, η (AM)το να είναι κάποιος ασώματος, άσαρκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσωματίᾳ — ἀσωματίᾱͅ , ἀσωματία incorporeality fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωματίας — ἀσωματίᾱς , ἀσωματία incorporeality fem acc pl ἀσωματίᾱς , ἀσωματία incorporeality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωματίαν — ἀσωματίᾱν , ἀσωματία incorporeality fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)